- μυρολογήτρα
- και μυρολογίστρα, η [μυρολογώ]1. μοιρολογήτρα, γυναίκα που θρηνεί κατ' επάγγελμα και με αμοιβή τους νεκρούς2. (κατ' επέκτ.) γυναίκα που θρηνεί και οδύρεται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοιρολογήτρα — και μοιρολοήτρα και μυρολογήτρα, η (Μ μοιρολογήτρια και μοιρολοήτρα) 1. η μοιρολογίστρα, η γυναίκα που θρηνεί τους νεκρούς, συνήθως με αμοιβή 2. (για τρυγόνα) αυτή που εκβάλλει θρηνητικές κραυγές («τρυπανορούθουνη τρυγόνα ξερασμένη, μοιρολογήτρα… … Dictionary of Greek